μεταπειρώμαι

μεταπειρώμαι
μεταπειρῶμαι, -άομαι (Α)
δοκιμάζω με διαφορετικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + πειρῶμαι «προσπαθώ, δοκιμάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”